- ἀκαταστάτου
- ἀκατάστατοςunstablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безпоставьныи — (1*) пр. Непостоянный, изменчивый: Щади своего беспоставнаго ˫азыка. горьчаѥ ˫азыкомъ пополъзноути нежели ногами. (ἀκαταστάτου) Пч к. XIV, 97 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek